ὑπαιτίως

ὑπαιτίως
ὑπαίτιος
under accusation
adverbial
ὑπαίτιος
under accusation
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπαιτίως — Α επίρρ. βλ. υπαίτιος …   Dictionary of Greek

  • αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… …   Dictionary of Greek

  • υπαίτιος — α, ο / ὑπαίτιος, ον, ΝΑ 1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος 2. (κατ επέκτ.) ένοχος, φταίχτης αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος 2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐՏԱՒՈՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0643 Chronological Sequence: 6c, 10c մ. որ եւ ՊԱՐՏԱՒՈՐԱԲԱՐ. ὐπαιτίως sicut obnoxius crimnin. Իբրեւ պարտաւոր. որպէս վնասապարտ, կամ յանցաւոր. *Զհոգին անփորձ յանցանաց՝ պարտաւորապես առ հայր արձակեաց. Նար. խչ.: *Հոգոյ եւ առնոցիկ որ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”